Σύντροφοι και φίλοι,
Με αφορμή τις επερχόμενες δημοτικές εκλογές, για τις οποίες βάζουμε το μυαλό μας να δουλέψει και να παράγει «προγράμματα», θέλω να μοιραστώ μαζί σας τις τεράστιες αμφιβολίες μου για την ορθότητα των «αριστερών» πολιτικών που χρόνια τώρα υποστηρίζουμε.
Η κρίση ήταν για μένα μια καλή ευκαιρία να ξανασκεφτώ και ν’ αμφισβητήσω αναμφισβήτητα δεδομένα:
Γιατί η αριστερά αγριεύει και «ξεσηκώνεται» μόνο όταν θίγονται οι μισθοί και οι συντάξεις; Οι οικονομικές απολαβές είναι αυτές που επιτρέπουν στους ανθρώπους να καταναλώνουν αγαθά που θεωρούνται απαραίτητα για να έχουν ένα καλό βιοτικό επίπεδο.
Το βιοτικό επίπεδο είναι συνάρτηση των καταναλωτικών αγαθών; Ποιος αναρωτήθηκε πόσα απ’ αυτά τα αγαθά είναι αναγκαία και απαραίτητα για μια καλή διαβίωση και πόσα είναι αναγκαία και απαραίτητα μονάχα για την καπιταλιστική αναπαραγωγή του κέρδους; Πόσα είναι πραγματικές και πόσα ψεύτικες, κατασκευασμένες ανάγκες; Πόσα είναι ωφέλιμα και πόσα επιβλαβή για την υγεία, για την πνευματική και ψυχική ισορροπία και για το περιβάλλον; Γιατί σαν αριστερά δεν αμφισβητήσαμε, ούτε και τώρα αμφισβητούμε το αχαλίνωτο καταναλωτικό ξεσάλωμα, πόσο μάλλον που γνωρίζουμε πολύ καλά πόσο καταστροφικό είναι; Άραγε δεν τολμάμε, γιατί θα έρθουμε αντιμέτωποι με την κυρίαρχη στις «μάζες» ιδεολογία (δηλ. την καπιταλιστική, που είναι προφανώς κυρίαρχη και στο εσωτερικό μας) και θα στρέψουμε τα πυρά επάνω μας;
Πότε καταγγείλαμε την ασύδοτη υπερχρέωση των νοικοκυριών με δάνεια και κάρτες και πότε είπαμε στους «δανειολήπτες» μισθωτούς και συνταξιούχους πως δεν τους χρειάζεται ένα αυτοκίνητο ανά άτομο, ιδιόκτητο σπίτι και εξοχικό, μια τηλεόραση ανά δωμάτιο, κανα-δυο κινητά ο καθένας, αλλαγή γκαρνταρόμπας ανά εξάμηνο, ινστιτούτα αδυνατίσματος και shopping therapy, πως είναι έγκλημα να γεμίζουμε το ψυγείο με τρόφιμα που δε θα φάμε, αλλά θα τα πετάξουμε στο τέλος της βδομάδας;
Δεν είναι πολύ μακριά η εποχή που δε χρωστάγαμε για δάνεια και κάρτες και τότε ήταν πολύ πιο εύκολο να απεργήσουμε και να νικήσουμε. Που μετακινούμασταν με τα πόδια και τη συγκοινωνία και τότε ήμασταν πολύ υγιέστεροι και η ατμόσφαιρα καθαρή. Που τρώγαμε πατάτες γιαχνί, ντοματόσουπα και λαχανόρυζο, το κρέας ήταν το φαγητό της Κυριακής και το γλυκό κέρασμα της γιορτής και δεν ήταν κοινωνική μάστιγα η παχυσαρκία και η χοληστερίνη. Που αλλάζαμε ρούχα και παπούτσια όταν τα προηγούμενα έλιωναν κι όχι όταν άλλαζε η μόδα και τότε οι φυσικοί πόροι δεν κινδύνευαν με αφανισμό και δε χρειαζόταν να δουλεύουμε και δεύτερη δουλειά. Που δεν ήταν must το παιδί μας να πάει πανεπιστήμιο και δεν χρειαζόταν να σκιζόμαστε μικροί- μεγάλοι για τα φροντιστήρια, γιατί η χειρωνακτική δουλειά δεν ήταν για τους ήσσονος αξίας μετανάστες κι όποιος ζούσε απ’ τον ιδρώτα του ήταν περήφανος γι’ αυτό. (Εξάλλου έτσι ζήσανε οι γονείς μας κι έτσι μας μεγάλωσαν: με τον ιδρώτα τους που εμείς θεωρούμε υποτιμητικό για τα δικά μας τα παιδιά). Που βγάζαμε πολύ λιγότερα λεφτά και τα παιδιά μεγάλωναν με τους γονείς τους και όχι με το κομπιούτερ, το Nintendo και την τηλεόραση, παρέα με ανθρώπους κι όχι με ηλεκτρονικά και πλαστικά τέρατα.
Γιατί δε θυμώσαμε όταν μας είπαν για τα ολοήμερα σχολεία και νηπιαγωγεία, για τα πάρκινγκ παιδιών και τα «κέντρα δημιουργικής απασχόλησης», γιατί δεν υποψιαστήκαμε πως τα παιδιά μας χρειάζονται την οικογένειά τους και όχι κάποιους να τ’ απασχολούν για να δουλεύουμε εμείς μέχρι το βράδυ; Γιατί δε μας πέρασε απ’ το μυαλό πως το να χαίρεσαι τα παιδιά σου είναι η μεγαλύτερη χαρά της ζωής μας κι όχι ένα δυσβάσταχτο, ενοχλητικό «οικογενειακό βάρος» και χάσαμε τη χαρά και χάσαμε και τα παιδιά μας; Γιατί τ’ αφήσαμε να μεγαλώνουν ορφανά με trendy ρούχα και κινητά, χωρίς το γέλιο και την αγάπη μας, χωρίς ανθρώπινες αξίες και τώρα τα χειραγωγεί ο ρατσισμός και τα περιμένει με ανοιχτές αγκάλες η «οικογένεια» της χρυσής αυγής;
Γιατί συμφωνήσαμε πως οι γέροι μας είναι άχρηστοι και τους αφήσαμε έρημους να βουλιάξουν στην άνοια και το Alzheimer ελπίζοντας πως θα πεθάνουν πριν μας επιβαρύνουν με έξοδα γηροκομείου;
Γιατί παρακολουθήσαμε να διαλύονται οι κοινωνικές κι οι πιο προσωπικές ανθρώπινες σχέσεις, να εκχυδαΐζονται σε απλές συναλλαγές, σε ανθρωποφάγους ανταγωνισμούς στο βωμό του ενός και μοναδικού θεού, του ΧΡΗΜΑΤΟΣ, και δε φωνάξαμε πως έτσι καταργείται η κοινωνία και στη θέση της μένουν μεμονωμένοι κανίβαλοι που τρώνε τις σάρκες τους;
Γιατί η αριστερά θεωρεί ευημερία αυτό που ο καπιταλισμός πουλάει για ευημερία στον πληθυσμό και παροξύνει την εκμετάλλευση;
Πού είναι η αριστερά όταν λεηλατείται η ζωή των ανθρώπων και η φύση εν ονόματι της ανάπτυξης; Γιατί θεοποιήσαμε την «ανάπτυξη» και μέχρι πού θα φτάσει αυτή; Μέχρι την ολοκληρωτική εξάλειψη της ζωής στο πλανήτη; Γιατί παθαίνουμε υστερία μαζί με τα νεοφιλελεύθερα επιτελεία, όταν ανακόπτονται οι ρυθμοί ανάπτυξης, αφού «ανάπτυξη» δεν είναι τίποτ’ άλλο από την απρόσκοπτη συνέχιση της ασύδοτης κατανάλωσης που τροφοδοτεί ασταμάτητα την αγορά με άχρηστα, τοξικά, θανατηφόρα προϊόντα, προκειμένου να … προστατευθούν μήπως οι θέσεις εργασίας; Είναι άραγε κοινωνικά αναγκαίες και χρήσιμες οι θέσεις εργασίας στα χρηματιστήρια, στο τραπεζικό σύστημα, στο στρατό, στους μηχανισμούς καταστολής, στην παραγωγή όπλων και άλλων μέσων μαζικής καταστροφής, σε περιβαλλοντοκτόνες βιομηχανίες, ακόμα και στα χιλιάδες εμπορικά που πουλάνε καταναλωτικά «αγαθά» πολλαπλάσια απ’ αυτά που μπορεί ν’ απορροφήσει κι η πιο τρελή καταναλωτική υστερία; Και είναι κοινωνικά άχρηστες θέσεις εργασίας σε παραγωγικούς τομείς που ο καπιταλισμός δεν ενδιαφέρεται να τις δημιουργήσει γιατί δεν έχουν κερδοσκοπικό ενδιαφέρον; Πότε αποδεχτήκαμε ότι ο άνθρωπος δε δουλεύει για να ζήσει, αλλά ζει για να δουλεύει, αναδείξαμε τη μισθωτή σκλαβιά στο ύψιστο αγαθό και ασχολούμαστε μονάχα με τη διαπραγμάτευση της σχετικής αποζημίωσης; Γιατί ταυτίζουμε την ευημερία με την κατανάλωση και δεν την ταυτίζουμε με τη δυνατότητα να ελέγχουμε τη ζωή μας, να ζούμε ειρηνικά και αρμονικά με τους συνανθρώπους μας, με αλληλοσεβασμό, με υγεία και προσωπική ισορροπία; Και γιατί αφήσαμε την κατανάλωση να αντικαταστήσει τη χαρά, την ευεξία, την απόλαυση, τη ψυχαγωγία, την ικανοποίηση, τη δημιουργικότητα, την ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία, την πνευματική αναζήτηση, την ομορφιά, την ελευθερία; Για ποιες αξίες αγωνίστηκαν οι αριστεροί παλιότερα, για λεφτά; Εκείνοι τραγούδαγαν για λευτεριά, γεννούσαν ομορφιά κι αξιοπρέπεια, εμείς τι γεννάμε εκτός από μιζέρια και κατήφεια, που σπρώχνει τους ανθρώπους στην απελπισία; (και γιατί άραγε θα πρέπει να μας ανταμείβουν γι’ αυτό με την ψήφο τους;)
Γιατί δε μιλάμε για την εγκληματικότητα που οργιάζει στο πεδίο που λέγεται επιστήμη; Για τις γενοκτονίες που σχεδιάζουν και υλοποιούν η «συμβατική» ιατρική σε συνεργασία με τις πολυεθνικές των φαρμάκων και της «υγείας»; Για τη μετατροπή των κάθε είδους τροφίμων σε τοξικά χημικά κοκτέϊλ που δηλητηριάζουν την ανθρωπότητα και επιτρέπουν τον έλεγχο της τροφής από 1-2 πολυεθνικές παγκόσμια; Για τον αφανισμό που ολοκληρώνεται στην αγροτική παραγωγή με την εξαφάνιση κάθε τοπικού φυτικού ή ζωικού είδους, προκειμένου να πουλάνε τα δικά τους στείρα υβρίδια και βρίσκονται μισό βηματάκι από το ν’ απαγορεύσουν στην ίδια τη φύση ν’ αναπαράγεται με οποιοδήποτε τρόπο; Που απογύμνωσαν την ανθρωπότητα από τις δεξιότητες για την επιβίωση που κατέκτησε μέσα από χιλιετίες εμπειρίας και εφαρμογής και σήμερα είναι απολύτως εξαρτημένη από τον καπιταλισμό για τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες της; Για τη γενετική που τα έργα της θα έκαναν το Χίτλερ και τα τερατώδη του εργαστήρια να ωχριούν μπροστά στην ανείπωτη διαστροφή που υλοποιεί κατασκευάζοντας «ζωή» με τις πιο σατανικές προδιαγραφές της εξουσίας;
Είναι όλα αυτά υποδεέστερα της περικοπής του 13ου μισθού; Όχι, είναι όμως εύκολο να διαμαρτυρηθείς γι’ αυτό που η τηλεόραση θεωρεί αποδεκτό να διαμαρτύρεσαι και θα συμφωνήσουν μαζί σου οι «μάζες». Για τ’ άλλα πρέπει να συγκρουστείς με την κυρίαρχη ιδεολογία εκεί που είναι βαθιά ριζωμένη και κραταιή: στα μυαλά των ανθρώπων – κι αυτό τιμωρείται με αποβολή από το πολιτικό σύστημα.
Ποιανού ιδεολογία υπηρετεί η δειλία της αριστεράς να πει τα πράγματα με το όνομά τους στον κοσμάκη και να υποστεί τις συνέπειες; Γιατί βολεύεται στο ρόλο του σκυλιού που γαβγίζει και δε δαγκώνει; Γιατί ενσωματώθηκε στο ρόλο του αριστερού κομπάρσου που νομιμοποιεί με τις προδιαγεγραμμένες διαμαρτυρίες του τη «δημοκρατικότητα» της καπιταλιστικής δικτατορίας;
Το να ζούμε καλά εξαρτάται από το πόσα χρήματα έχουμε, ή από το πόσο σεβόμαστε τον εαυτό μας, τα παιδιά μας και τη φύση που μας παρέχει τα μέσα της επιβίωσης, από το αν υπάρχει ανθρώπινη κοινότητα στην οποία να μπορούμε να ενταχθούμε, να λειτουργήσουμε και να συν-βιώσουμε;
Γιατί δεν τολμάμε να ζωγραφίσουμε ένα άλλο τοπίο για την ανθρώπινη ευημερία; Δεν ξέρουμε πώς μπορούμε να ζούμε ανθρώπινα σε αρμονία με τον εαυτό μας και το περιβάλλον; Είναι επαρκής δικαιολογία το ότι δεν έχουμε ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο και όραμα;
Υπάρχουν πια πολλοί άνθρωποι που επίσης δεν το έχουν, αλλά αντί να κάνουν υψηλή πολιτική, ψάχνονται, αναζητούν, κάνουν αυτό που μπορούν μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι τους, κάνουν ΠΡΑΞΗ: στήνουν δίκτυα άμεσης ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών, δίκτυα αλληλεγγύης και ανταλλαγής χωρίς χρήματα, παίρνουν συλλογικά στα χέρια τους την τύχη του τόπου, της γειτονιάς, της πλατείας, του άμεσου περιβάλλοντός τους, φτιάχνουν κοινότητες έξω (αλλά και μέσα) από τις τερατουπόλεις και παράγουν και δημιουργούν σε τομείς που κρίνουν ότι υπάρχει έδαφος και ανάγκη, από τη διάσωση των παραδοσιακών σπόρων μέχρι τη φυσική δόμηση και τις εναλλακτικές στο ιατρικό-φαρμακευτικό σύμπλεγμα θεραπείες… Αναλαμβάνουν την ευθύνη που τους αναλογεί στο να γίνει σήμερα η ζωή καλύτερη απ’ αυτό που είναι, η ΠΑΡΟΥΣΑ και όχι η μέλλουσα ζωή.
Αναρίθμητα σπέρματα μάχονται ν’ ανθίσουν γύρω μας, και θα τα καταφέρουν, χωρίς να μας έχουν ανάγκη. Εξάλλου η ανθρωπότητα επέζησε χιλιάδες χρόνια και εξελίχτηκε παρόλο που δεν υπήρχε ούτε μαρξισμός ούτε αριστερά. Νομίζω πως το ίδιο θα κάνει και τώρα και θα το κάνει ανερυθρίαστα και χωρίς καμία ενοχή. Ή θα στρωθούμε να τα παρατηρήσουμε και να διδαχτούμε από αυτά για το τι και πώς πρέπει να προχωρήσουμε ή η αριστερά δεν έχει κανένα κοινωνικό ρόλο πέρα από αυτόν που της επιφυλάσσει το σύστημα: Να βάζει τις φωνές όταν η (οικονομική) εκμετάλλευση χειροτερεύει απότομα, για να δείχνει πως έχουμε δημοκρατία κι ελευθερία έκφρασης (αλλά ως εκεί), και να ζούνε αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα.
Κατά την άποψή μου αυτές οι εκλογές δεν είναι μια ευκαιρία να καταγγείλουμε την κρίση. Είναι μια ευκαιρία να δείξουμε πώς είναι το Γαλάτσι που θέλουμε για τον εαυτό μας και τα παιδιά μας και πώς μπορούμε να το φτιάξουμε (μέσα σ’ αυτή την κρίση και μ’ αυτές τις συνθήκες), όχι εμείς, οι φωστήρες, οι «καλύτεροι από τους άλλους», αλλά εμείς που χρόνια αποδεικνύουμε την ανιδιοτέλειά μας στα κοινά μαζί με όλους/ες τους/τις υπόλοιπους/ες κατοίκους αυτής της πόλης που επίσης χρειάζονται όπως κι εμείς μια πόλη για ανθρώπους και όχι για προγραμματισμένα ανθρωποειδή-γραναζάκια του σαρκοφάγου συστήματος.
Ας μη βάλουμε στο καλούπι των δημοτικών προγραμμάτων το δικό μας αριστερό υλικό. Ας επινοήσουμε ένα άλλο, περισσότερο ανθρώπινο και λιγότερο καλούπι: Να βγάζει τους ανθρώπους απ’ το κελί της πολυκατοικίας για να συναντηθούν στο δημόσιο, δικό τους χώρο, χωρίς να πληρώνουν, χωρίς να καταναλώνουν. Να οικειοποιηθούν αυτό το χώρο και να βρουν πώς τον χρειάζονται να είναι, ποιες ανάγκες τους να υπηρετεί. Να τους δίνει χαρά και υγεία, επικοινωνία, να είναι φιλικός για τα παιδιά και τους μεγάλους, να τους καλεί να παίξουν και να δημιουργήσουν, να ζουν με τρόπο που όχι μόνο δεν κάνει κακό, αλλά κάνει καλό στο περιβάλλον. Να δημιουργηθούν δουλειές σχετικές με όλα αυτά, στην ανακύκλωση, στο πράσινο, στην καθαρή ενέργεια, στην κοινωνική φροντίδα, στην παιδεία, την άσκηση, την υγεία, στην εξοικονόμηση πόρων κλπ ….
Ας πούμε πως θέλουμε ένα Γαλάτσι χωρίς ημερομηνία λήξης, που να μπορούμε χωρίς ενοχές να το παραδώσουμε στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές.
Κατερίνα Αρβανιτάκη, Αύγουστος 2010
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φρατζόλα ζεστό ψωμί είχε πέσει
στο δρόμο από τον ουρανό
Ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
Έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
Όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος και αυτή
Μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
Κομμάτια γνήσιο ουρανό
Κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί
Όλοι τρέχανε στο μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό
Ας μην το κρύβουμε
Διψάμε για ουρανό!
(Μίλτος Σαχτούρης, το Ψωμί)
(σημ. «Άλλου Δρόμου» : Το κείμενο της Κατερίνας Αρβανιτάκη κατατέθηκε κατά την διαδικασία διαλόγου για την δημιουργία της δημοτικής μας κίνησης)
Σχολιάστε