Αρβανιτάκη Κατερίνας
Δευτέρα 25 Οκτώβρη 2010
Θέμα: «Πώς πέρασα την Κυριακή»
Την Κυριακή που μας πέρασε ξύπνησα νωρίς-νωρίς γιατί περίμενα με ανυπομονησία την εκδρομή. Πλύθηκα, ντύθηκα, έφαγα το πρωινό μου κι ετοίμασα τα σάντουιτς για το πικ-νικ. Πήρα το σακίδιό μου και ξεκίνησα για το ραντεβού. Μαζευτήκαμε στη γωνία Βέικου και Δρυόπιδος όλοι οι φίλοι και συναγωνιστές από τον «Άλλο Δρόμο». Προορισμός μας ήταν ο δρυμός των Τουρκοβουνίων.
Ξεκινήσαμε παίρνοντας το μονοπάτι γύρω από το λόφο Κόκκου, ένα μικρό οικισμό εκτός σχεδίου μέσα στη δασική-αναδασωτέα περιοχή. Περπατώντας περιμετρικά του οικισμού προς τα βόρεια είδαμε από μακριά μια αυτοσχέδια περιφραγμένη περιοχή με παρατημένα αυτοκίνητα και σιδερικά. Ήταν πολύ άσχημο θέαμα.
Περπατούσαμε ξέγνοιαστοι και δίπλα στα πόδια μας απλώνονταν γιρλάντες από μυρωδάτη ρόκα και παιχνιδιάρικες πικραγγουριές, που μόλις τις άγγιζες έσκαγαν μ’ ένα τσαφ! Παντού πεύκα μικρά και μεγαλύτερα, κυπαρίσσια, πικροδάφνες και θάμνοι: θυμάρια, σπαράγγια, ρείκια, αφάνες, λαδανιές και άλλα που δεν ξέραμε καλά-καλά πώς τα λένε.
Δίπλα και πίσω από τη βίλλα Βέικου είναι μια περιοχή με πολύ μεγάλα, αιωνόβια πεύκα και μια ταμπέλα «Ιδιοκτησία: το Προάστιον Αθηνών». Μου είπαν ότι αυτός είναι οικοδομικός συνεταιρισμός και δεν είναι ο μόνος που θέλει να χτίσει διάφορα πράγματα μέσα στο δάσος μας. Αυτός ειδικά νομίζω πως δέχεται να του δώσουν άλλο μέρος να χτίσει και να φύγει από δω, αλλά οι άλλοι δε δέχονται και ονειρεύονται σπίτια, ξενοδοχεία, δρόμους και άλλα άγρια θηρία.
Πριν προλάβουμε να φτάσουμε στην περίφραξη του Άλσους Βέικου, κάτω από ένα αιωνόβιο πεύκο συναντήσαμε ένα βρωμερό θέαμα, που οι μεγάλοι το έλεγαν «βίλλα μπίχλα» (μήπως γιατί είναι πίσω από την άλλη βίλλα;) Μοιάζει με μεγάλο σκυλόσπιτο, αλλά είναι φτιαγμένο από χαρτόκουτα, έχει μέσα ένα πανάθλιο στρώμα και γύρω-γύρω είναι στολισμένο με μεγάλους σωρούς σκουπίδια. Έλεγαν πως εκεί έρχεται μια κυρία με πελάτες και ένας κύριος που τους προσέχει. Δεν κατάλαβα τι πουλάει και ούτε ράφια με εμπορεύματα είδα. Γύρω-γύρω όμως άνθιζαν πολλά κυκλάμινα.
Πιο πάνω, καθώς περπατούσαμε έξω από το άλσος, συναντήσαμε μια μεγάλη χελώνα και τρέξαμε όλα τα παιδάκια να τη δούμε από κοντά, αλλά εκείνη κρύφτηκε αμέσως μέσα στο καβούκι της. Κάποιος είπε πως στο βουνό μας υπάρχουν πολλές χελώνες, αλλά και σκαντζόχοιροι και ότι έχουν δει ακόμα και σκιουράκια.
Συνεχίσαμε την πορεία μας προς τα βόρεια, εδώ είχε πολλές-πολλές μαραθιές, που άμα τις έτριβες στην παλάμη σου, γέμιζε ο αέρας ευωδιά. Και κάτι όμορφα δέντρα που τα λένε κουτσουπιές και ακακίες με περίεργα επίθετα.
Σε λίγο στρίψαμε προς την πίσω πλευρά, αφήσαμε το Γαλάτσι και είμασταν πια στην Φιλοθέη. Εδώ το μέρος έχει περισσότερα βράχια, βελανιδιές, πεύκα, κάτι θάμνους που τους λένε ασφάκες και ασφαλαχτούς κι αγριελιές. Άκουσα να λένε πως ένας παππούς που κάνει τη βόλτα του σ’ αυτό το μέρος «μπολιάζει» τις αγριελιές, δηλ. από άγριες τις κάνει ήμερες. Αλήθεια, όλες έχουν ένα ξένο κλαράκι σφηνωμένο και δεμένο σε κάποιο σημείο του κορμού τους. Μόνο εδώ είδα ένα ρείκι ανθισμένο με πανέμορφα μωβ ψιλά-ψιλά λουλουδάκια.
Όσο προχωράμε, καταλαβαίνουμε ότι στη Φιλοθέη το αγαπάνε πιο πολύ το βουνό, γιατί είναι παντού καθαρό, περιποιημένο, με φρεσκοφυτεμένα δεντράκια ανάμεσα στα παλιά. Ο Σπύρος που είναι γεωπόνος, μας έδειξε τη μηδική και το σκίνο και άλλα δέντρα και θάμνους που δε θυμάμαι. Αλλά το πιο ωραίο απ’ όλα ήταν πως παντού στο έδαφος, στο χώμα και στα βράχια φύτρωναν χιλιάδες κίτρινοι κρόκοι ανακατεμένοι με κυκλάμινα, σαν κάποιος ζωγράφος να πέρασε
και να στόλισε το δάσος με χρώματα.
Είδα κι ένα μεγάλο γεράκι, αλλά μας είπαν ότι υπάρχουν πολλά πουλιά ακόμα, όπως τσαλαπετεινοί, κοτσύφια, κιρκινέζια, καρακάξες, κίσσες, σπίνοι, κοκκινολαίμηδες και σουσουράδες. Ά! Να κι άλλη μια χελώνα!
Είχα αρχίσει να κουράζομαι, αλλά δεν πείραζε πολύ, γιατί όλοι ήταν χαρούμενοι, λέγανε αστεία και πειράγματα, γελούσαν και θαύμαζαν την ομορφιά της φύσης.
Να όμως που φτάσαμε και στην κορφή! Εδώ έχει καταπληκτική θέα, βλέπεις γύρω-γύρω όλη την Αττική: να ο Πειραιάς με τα καραβάκια και πιο πέρα η θάλασσα του Ασπρόπυργου, δίπλα το βουνό Αιγάλεω και μετά η Πάρνηθα, η Πεντέλη, τα Μεσόγεια, ο Υμηττός … Κι αυτό το γκρίζο χαλί από τσιμέντο που είναι η Αθήνα, αλλά μέσα στο φως και στα βουνά της δε δείχνει τόσο άσχημη. Ακριβώς κάτω από το σημείο που βρισκόμαστε ήτανε νταμάρι που το ξανασκεπάσανε, εκτός από το ψηλότερό του επίπεδο, που το χρησιμοποιεί κάποια κυρία Γιάννα και κάτι άλλοι, κύριοι αυτοί, πλούσιοι πολύ, για να προσγειώνουν τα ελικόπτερά τους, που πάνε κι έρχονται πολλές φορές την ημέρα. Είναι, λέει, παράνομο ελικοδρόμιο γιατί δεν έχει σχέδιο πτήσης και φώτα και μέτρα ασφαλείας, δεν καταλαβαίνω πολύ καλά τι θα πουν όλ’ αυτά.
Αλλά το καλύτερο είχε μείνει για το τέλος: Εκεί στο πιο ψηλό σημείο υπάρχει ένα στρογγυλό ψήλωμα με μεγάλες πέτρες γύρω-γύρω, επίπεδο από πάνω, που είναι βωμός του «Αγχεσμίου Διός», εδώ δηλαδή κάνανε θυσίες στο Δία της ΕΜΥ, που έλεγε τον καιρό! Όμως άνθρωποι που δεν αγαπάνε την ιστορία τους, έχουν ξεκολλήσει μερικές πέτρες για να τις κάνουν καθίσματα και όλες τις άλλες τις έχουν γράψει με μαρκαδόρους: «Λεωνίδας, Αναστάσης, Δημήτρης…». Μία κυρία που είναι αρχαιολόγος έλεγε πως αυτό δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένο αρχαιολογικό μνημείο και δεν προστατεύεται.
Είχαμε μαζί μας και δύο φίλους που πείραζαν συνέχεια ο ένας τον άλλο και γελούσαν. Ο ένας όλο θυμόταν τα εγγονάκια του που τον περίμεναν κι ό άλλος κρατούσε μιαν αγκλίτσα. Αυτοί μας είπαν πόσοι και ποιοι κακοί θέλουν να βλάψουν το βουνό, να το πουλήσουν και να το χτίσουν για να βγάλουν πολλά λεφτά. Μας είπαν όμως και για το όνειρο που έχουν να γίνει ένας μεγάααααλος πράσινος περίπατος που θα ξεκινάει από το Πεδίο του Άρεως και θα φτάνει ως εδώ χωρίς αυτοκίνητα και τσιμέντο και θα μπορούμε να τον χαιρόμαστε παιδιά και μεγάλοι (και τα ζώα όμως) και θα νομίζουμε πως είμαστε στην εξοχή. Μια κυρία που είναι δασκάλα, μας μοίρασε ένα φυλλάδιο για να μάθουμε την ιστορία του βουνού μας, που στα παλιά χρόνια το λέγανε «Αγχεσμός», αλλά το λέγανε επίσης και «Λυκοβούνια» γιατί είχε λύκους και άλλα ζώα, όπως λιοντάρια, ρινόκερους, καμηλοπάρδαλη, ακόμα και δεινόσαυρους.
Ύστερα στρώσαμε τραπεζομάντηλο και απλώσαμε ότι είχε φέρει ο καθένας για το πικ-νικ: πίττες και κεφτεδάκια, ντομάτες και αυγά, κρασί και νεράκι και τα μοιραστήκαμε, γιατί ήταν και μερικοί (άντρες αυτοί) που δε σκέφτηκαν να φέρουν τίποτα και θα έμεναν νηστικοί. Μας είχε ανοίξει η όρεξη.
Όταν χορτάσαμε, ξεκουραστήκαμε, δροσιστήκαμε στη σκιά των δέντρων του Δία και πήραμε την ευχή του για τη θυσία που κάναμε στο βωμό του να φάμε. Μαζέψαμε τα σκουπίδια μας και ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Πήραμε άλλο μονοπάτι, ένα που κατεβαίνει πολύ πιο γρήγορα, αλλά εκεί, στα πιο χαμηλά, ήτανε κάτι παλιόπαιδα που κάνανε κόντρες με μηχανάκια και σούζες και μεγάλη φασαρία. Αν ήμουνα χελώνα ή κοτσύφι, θα είχα τρελαθεί με τέτοιους γείτονες! Άσε πόσους σκουπιδότοπους συναντήσαμε από τη μεριά του Γαλατσίου! Ευτυχώς ο Γιώργος είχε μια μεγάλη σακούλα και μάζευε τα σκόρπια σκουπίδια στο δρόμο μας.
Φτάσαμε σπίτι το απόγευμα, μόλις που προλάβαινα να διαβάσω για το σχολείο.
Αυτή η εκδρομή θα μου μείνει αξέχαστη!
Σχολιάστε